Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενενηντάχρονος η ενενηντάχρονη το ενενηντάχρονο
      γενική του ενενηντάχρονου της ενενηντάχρονης του ενενηντάχρονου
    αιτιατική τον ενενηντάχρονο την ενενηντάχρονη το ενενηντάχρονο
     κλητική ενενηντάχρονε ενενηντάχρονη ενενηντάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενενηντάχρονοι οι ενενηντάχρονες τα ενενηντάχρονα
      γενική των ενενηντάχρονων των ενενηντάχρονων των ενενηντάχρονων
    αιτιατική τους ενενηντάχρονους τις ενενηντάχρονες τα ενενηντάχρονα
     κλητική ενενηντάχρονοι ενενηντάχρονες ενενηντάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενενηντάχρονος < ενενήντα + -χρονος

  Επίθετο επεξεργασία

ενενηντάχρονος, -η, -ο

  1. που έχει ηλικία ενενήντα ετών
  2. που έχει χρονική διάρκεια ενενήντα ετών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος

  Μεταφράσεις επεξεργασία