ενενήντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενενήντα < αρχαία ελληνική ἐνενήκοντα
Αριθμητικό
επεξεργασίαενενήντα άκλιτο
- το απόλυτο αριθμητικό (90) που ακολουθεί το ογδόντα εννιά (89) και προηγείται του ενενήντα ένα (91)
Παράγωγα
επεξεργασίαχρονικά | |
λεπτά: | ενενηντάλεπτο |
ώρες: | ενενηντάωρο |
ημέρες: | ενενηνταήμερο |
μήνες: | ενενηντάμηνο |
έτη: | ενενηνταετία |
διάρκεια: | ενενηνταετής, ενενηνταετές - ενενηντάχρονος, ενενηντάχρονη, ενενηντάχρονο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενενήντα
|