ενενηντάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενενηντάδα < ενενήντα + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενενηντάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)
- σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα ενενήντα μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενενηντάδα
|