Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενενηκοστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐνενηκοστός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Αριθμητικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενενηκοστ
ός
η
ενενηκοστ
ή
το
ενενηκοστ
ό
γενική
του
ενενηκοστ
ού
της
ενενηκοστ
ής
του
ενενηκοστ
ού
αιτιατική
τον
ενενηκοστ
ό
την
ενενηκοστ
ή
το
ενενηκοστ
ό
κλητική
ενενηκοστ
έ
ενενηκοστ
ή
ενενηκοστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενενηκοστ
οί
οι
ενενηκοστ
ές
τα
ενενηκοστ
ά
γενική
των
ενενηκοστ
ών
των
ενενηκοστ
ών
των
ενενηκοστ
ών
αιτιατική
τους
ενενηκοστ
ούς
τις
ενενηκοστ
ές
τα
ενενηκοστ
ά
κλητική
ενενηκοστ
οί
ενενηκοστ
ές
ενενηκοστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενενηκοστός
<
αρχαία ελληνική
ἐνενηκοστός
Αριθμητικό
επεξεργασία
ενενηκοστός
που βρίσκεται στη
θέση
ή
σειρά
ή … με
αριθμό
ενενήντα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενενήντα
και
εννέα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενενηκοστός
αγγλικά
:
ninetieth
(en)
γαλλικά
:
quatre-vingt-dixième
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
τουρκικά
:
doksanıncı
(tr)