Αριθμητικό

επεξεργασία

ninety (en)

  • ενενήντα
    ⮡  Open the book to page ninety.
    Να ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ενενήντα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ninety nineties

ninety (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) στα/τα ενενήντα, μεταξύ 90 και 99 ετών
    ⮡  He entered his nineties.
    Μπήκε στα ενενήντα.
  2. (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του ενενήντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 90 και 99
    ⮡  since the mid-nineties - από τα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα