δεκαετία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκαετία < αρχαία ελληνική δεκαετία < δέκα + ἔτος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.ka.eˈti.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκαετία θηλυκό
- περίοδος 10 χρόνων
- περίοδος 10 χρόνων που ξεκινά από έτος πολλαπλάσιο του δέκα
- η μουσική της δεκαετίας του '60 (των ετών 1960 έως και το 1969)