τριακοντούτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριακοντούτης < αρχαία ελληνική τριακοντούτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριακοντούτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
τριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριακοντούτης
|