εβδομηκοντούτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εβδομηκοντούτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑβδομηκοντούτης < αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα + ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εβδομηκοντούτης αρσενικό (θηλυκό εβδομηκοντούτις) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἑβδομηκοντούτης)
- (λόγιο) εβδομηντάχρονος, εβδομηκονταετής, εβδομηντάρης
- ※ Σχετικά με το κορυφαίας ευαισθησίας, τρυφερότητας, ευγένειας και σεβασμού επιχείρημα των εξοχοτάτων κ. Τσίπρα και Τσακαλώτου περί ταχείας αποδημίας ημών των εβδομηκοντούτηδων και άνω (by the way μήπως ταιριάζει εδώ και στους δύο η λαϊκή έκφραση «κουφάλες νεκροθάφτες»;) θέλω να αναφέρω τα ακόλουθα: (Οι εβδομηκοντούτηδες και τα Λατινικά, Καθημερινή, 11/10/2018 )
- ※ Όταν πριν από καιρό ζήτησα από δύο ευέλπιδες εβδομηκοντούτηδες πολιτευτές της αριστεράς να μου πουν τις απόψεις τους (Το προνόμιο του Παγκάλου, Κατιούσα, 11/06/2021 )
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εβδομηκοντούτης
|
Πηγές
επεξεργασία
- εβδομηκοντούτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας