εβδομηκοντούτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εβδομηκοντούτις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑβδομηκοντοῦτις, θηλυκό του ἑβδομηκοντούτης < ἑβδομήκοντα + ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εβδομηκοντούτις, -ιδος θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἑβδομηκοντοῦτις)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εβδομηντάχρονος
εβδομηκοντούτις
|
Πηγές
επεξεργασία
- εβδομηκοντούτις, εβδομηκοντούτις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας