Δείτε επίσης: ἑβδομηκοντοῦτις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εβδομηκοντούτις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑβδομηκοντοῦτις, θηλυκό του ἑβδομηκοντούτης < ἑβδομήκοντα + ἔτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εβδομηκοντούτις, -ιδος θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἑβδομηκοντοῦτις)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εβδομηντάχρονος