↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑβδομηκοντοῦτις οἱ ἑβδομηκοντούτιδες
      γενική τοῦ ἑβδομηκοντούτιδος τῶν ἑβδομηκοντουτίδων
      δοτική τῷ ἑβδομηκοντούτιδ τοῖς ἑβδομηκοντούτισ(ν)
    αιτιατική τὸν ἑβδομηκοντοῦτιν τοὺς ἑβδομηκοντούτιδᾰς
     κλητική ! ἑβδομηκοντοῦτι ἑβδομηκοντούτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑβδομηκοντούτιδε
γεν-δοτ τοῖν  ἑβδομηκοντουτίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἑβδομηκοντοῦτις < ἑβδομηκοντούτης + -ις < αρχαία ελληνική ἑβδομήκοντα + ἔτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἑβδομηκοντοῦτις θηλυκό