εκατοντούτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκατοντούτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκατοντούτης αρσενικό, εκατοντούτις θηλυκό
- άντρας εκατό χρονών, εκατοντάχρονος
Συγγενικά
επεξεργασίατριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατοντούτης
|