↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατονταετής η εκατονταετής το εκατονταετές
      γενική του εκατονταετούς* της εκατονταετούς του εκατονταετούς
    αιτιατική τον εκατονταετή την εκατονταετή το εκατονταετές
     κλητική εκατονταετή(ς) εκατονταετής εκατονταετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατονταετείς οι εκατονταετείς τα εκατονταετή
      γενική των εκατονταετών των εκατονταετών των εκατονταετών
    αιτιατική τους εκατονταετείς τις εκατονταετείς τα εκατονταετή
     κλητική εκατονταετείς εκατονταετείς εκατονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκατονταετής < εκατό + -ετής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

εκατονταετής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / ενενηνταετής / εννενηκονταετής / ενενηκονταετής εκατονταετής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία