εκατονταετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκατονταετής | η | εκατονταετής | το | εκατονταετές |
γενική | του | εκατονταετούς* | της | εκατονταετούς | του | εκατονταετούς |
αιτιατική | τον | εκατονταετή | την | εκατονταετή | το | εκατονταετές |
κλητική | εκατονταετή(ς) | εκατονταετής | εκατονταετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκατονταετείς | οι | εκατονταετείς | τα | εκατονταετή |
γενική | των | εκατονταετών | των | εκατονταετών | των | εκατονταετών |
αιτιατική | τους | εκατονταετείς | τις | εκατονταετείς | τα | εκατονταετή |
κλητική | εκατονταετείς | εκατονταετείς | εκατονταετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εκατονταετής < εκατό + -ετής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαεκατονταετής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασίαδεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / ενενηνταετής / εννενηκονταετής / ενενηκονταετής εκατονταετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατονταετής