↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιαετής η εννιαετής το εννιαετές
      γενική του εννιαετούς* της εννιαετούς του εννιαετούς
    αιτιατική τον εννιαετή την εννιαετή το εννιαετές
     κλητική εννιαετή(ς) εννιαετής εννιαετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιαετείς οι εννιαετείς τα εννιαετή
      γενική των εννιαετών των εννιαετών των εννιαετών
    αιτιατική τους εννιαετείς τις εννιαετείς τα εννιαετή
     κλητική εννιαετείς εννιαετείς εννιαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εννιαετής < ελληνιστική κοινή ἐννεαέτης < εννια- + -ετής

  Επίθετο

επεξεργασία

εννιαετής, -ής, -ές

  1. που έχει διάρκεια εννέα ετών
    εννιαετές συμβόλαιο
  2. που έχει ηλικία εννέα ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία