εξαετής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξαετής | η | εξαετής | το | εξαετές |
γενική | του | εξαετούς* | της | εξαετούς | του | εξαετούς |
αιτιατική | τον | εξαετή | την | εξαετή | το | εξαετές |
κλητική | εξαετή(ς) | εξαετής | εξαετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξαετείς | οι | εξαετείς | τα | εξαετή |
γενική | των | εξαετών | των | εξαετών | των | εξαετών |
αιτιατική | τους | εξαετείς | τις | εξαετείς | τα | εξαετή |
κλητική | εξαετείς | εξαετείς | εξαετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξαετής, -ής, -ές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαετής
|