↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαετής η εξαετής το εξαετές
      γενική του εξαετούς* της εξαετούς του εξαετούς
    αιτιατική τον εξαετή την εξαετή το εξαετές
     κλητική εξαετή(ς) εξαετής εξαετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαετείς οι εξαετείς τα εξαετή
      γενική των εξαετών των εξαετών των εξαετών
    αιτιατική τους εξαετείς τις εξαετείς τα εξαετή
     κλητική εξαετείς εξαετείς εξαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαετής < εξα- + -ετής

  Επίθετο

επεξεργασία

εξαετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί έξι έτη, έξι χρόνια
  2. που έχει ηλικία έξι ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία