διετία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διετία | οι | διετίες |
γενική | της | διετίας | των | διετιών |
αιτιατική | τη | διετία | τις | διετίες |
κλητική | διετία | διετίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διετία < ελληνιστική κοινή διετία < αρχαία ελληνική διετής < δι- + ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιετία θηλυκό