οκταετία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οκταετία < (ελληνιστική κοινή) ὀκταετία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οκταετία θηλυκό (και οχταετία)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οκταετία
|
οκταετία θηλυκό (και οχταετία)
|