οχτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχτώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀκτώ με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt] [1] Συγκρίνετε με το οκτώ.[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈxto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χτώ
Αριθμητικό
επεξεργασίαοχτώ ή οκτώ
- το απόλυτο αριθμητικό (8) που ακολουθεί το επτά και προηγείται του εννιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοχτώ ουδέτερο άκλιτο, ή οκτώ ή οχτάρι
- το ψηφίο 8
- ⮡ Πήρα ένα οχτώ στα μαθηματικά και οι γονείς μου έγιναν έξαλλοι.
- ⮡ Το οχτώ είναι ο τυχερός μου αριθμός
- φύλλο της τράπουλας
Συγγενικά
επεξεργασία- όγδόντα
- ογδοντα- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ογδοντα- στο Βικιλεξικό
- οκτα- / οχτα- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οκτα- στο Βικιλεξικό
- → και δείτε τη λέξη όγδοος για θέμα ογδοο-
αριθμητικά | |
απόλυτο: | οχτώ |
ψηφίο: | οχτάρι |
τακτικό: | όγδοος |
πολλαπλασιαστικό: | οχταπλός |
αναλογικό: | οχταπλάσιος |
περιληπτικό: | οχτάδα, οχταριά |
επίρρημα: | οχτάκις |
πρόθημα: | οχτα- |
χρονικά | |
λεπτά: | οχτάλεπτο |
ώρες: | οχτάωρο |
ημέρες: | οχταήμερο |
μήνες: | οχτάμηνο |
έτη: | οχταετία |
διάρκεια: | οχταετής, οχταετές - οχτάχρονος, οχτάχρονη, οχτάχρονο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχτώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οχτώ, οκτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ οχτώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)