↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλησμονή οι πλησμονές
      γενική της πλησμονής των πλησμονών
    αιτιατική την πλησμονή τις πλησμονές
     κλητική πλησμονή πλησμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλησμονή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησμονή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλησμονή θηλυκό (λόγιο)

  1. αφθονία, πλήθος
     συνώνυμα: περίσσεια, πληθώρα
     αντώνυμα: έλλειψη, στέρηση
  2. (μεταφορικά) κορεσμός
     συνώνυμα: χορτασμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλησμονή αἱ πλησμοναί
      γενική τῆς πλησμονῆς τῶν πλησμονῶν
      δοτική τῇ πλησμον ταῖς πλησμοναῖς
    αιτιατική τὴν πλησμονήν τὰς πλησμονᾱ́ς
     κλητική ! πλησμονή πλησμοναί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλησμονᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πλησμοναῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλησμονή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλησμονή, -ῆς θηλυκό

  1. γέμισμα, πλήρωση ή ικανοποίηση, η κατάσταση του κορεσμού
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1211
    ὦ τέκνον, οὐχ ἵπποισι νικήσαντά σε
    οὐδ᾽ ἥλικας τόξοισιν, οὓς Φρύγες νόμους
    τιμῶσιν, οὐκ ἐς πλησμονὰς θηρώμενοι,
    [H Εκάβη στον νεκρό εγγονό της]
    Ω, παιδί [μου], όχι γιατί σε ιππικούς αγώνες νίκησες
    ούτε που τους συνομήλικούς σου [νίκησες] στο τόξο, αγώνες/(έθιμα) που οι Φρύγες
    τιμούν, χωρίς να κυνηγάνε υπερβολές
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr: που τους τιμούν με μέτρο οι Τρωαδίτες·
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 186c
    ἔστι γὰρ ἰατρική, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, ἐπιστήμη τῶν τοῦ σώματος ἐρωτικῶν πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν,
    Γιατί, για να δώσω ένα συνοπτικό ορισμό, ιατρική είναι η επιστήμη των ερωτικών σχέσεων που εκδηλώνονται μέσα στο σώμα κι έχουν να κάνουν με τον κορεσμό και την κένωση·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
  2. (για φαγητό) πλήρωση του στομάχου, κορεσμός
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 185c
    Παυσανίου δὲ παυσαμένου —διδάσκουσι γάρ με ἴσα λέγειν οὑτωσὶ οἱ σοφοί— ἔφη ὁ Ἀριστόδημος δεῖν μὲν Ἀριστοφάνη λέγειν, τυχεῖν δὲ αὐτῷ τινα ἢ ὑπὸ πλησμονῆς ἢ ὑπό τινος ἄλλου λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν καὶ οὐχ οἷόν τε εἶναι λέγειν,
    Λοιπόν, με το που ο Παυσανίας έπαυσε —για να κάνω λεκτικό παιχνίδι, κατά τη διδασκαλία των σοφών— συνέχισε να διηγείται ο Αριστόδημος, είχε σειρά να μιλήσει ο Αριστοφάνης, αλλά —θες βαρυστομάχιασε, θες κάτι άλλο;— τον έπιασε λόξιγκας και δεν μπορούσε ν᾽ αγορεύσει·
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία