πλησμονή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλησμονή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησμονή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλησμονή θηλυκό (λόγιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλησμονή
Πηγές
επεξεργασία- πλησμονή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλησμονή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλησμονή | αἱ | πλησμοναί |
γενική | τῆς | πλησμονῆς | τῶν | πλησμονῶν |
δοτική | τῇ | πλησμονῇ | ταῖς | πλησμοναῖς |
αιτιατική | τὴν | πλησμονήν | τὰς | πλησμονᾱ́ς |
κλητική ὦ! | πλησμονή | πλησμοναί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλησμονᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλησμοναῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλησμονή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλησμονή, -ῆς θηλυκό
- γέμισμα, πλήρωση ή ικανοποίηση, η κατάσταση του κορεσμού
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1211
- ὦ τέκνον, οὐχ ἵπποισι νικήσαντά σε
οὐδ᾽ ἥλικας τόξοισιν, οὓς Φρύγες νόμους
τιμῶσιν, οὐκ ἐς πλησμονὰς θηρώμενοι,- [H Εκάβη στον νεκρό εγγονό της]
Ω, παιδί [μου], όχι γιατί σε ιππικούς αγώνες νίκησες
ούτε που τους συνομήλικούς σου [νίκησες] στο τόξο, αγώνες/(έθιμα) που οι Φρύγες
τιμούν, χωρίς να κυνηγάνε υπερβολές - Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr: που τους τιμούν με μέτρο οι Τρωαδίτες·
- [H Εκάβη στον νεκρό εγγονό της]
- ὦ τέκνον, οὐχ ἵπποισι νικήσαντά σε
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 186c
- ἔστι γὰρ ἰατρική, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, ἐπιστήμη τῶν τοῦ σώματος ἐρωτικῶν πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν,
- Γιατί, για να δώσω ένα συνοπτικό ορισμό, ιατρική είναι η επιστήμη των ερωτικών σχέσεων που εκδηλώνονται μέσα στο σώμα κι έχουν να κάνουν με τον κορεσμό και την κένωση·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- ἔστι γὰρ ἰατρική, ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν, ἐπιστήμη τῶν τοῦ σώματος ἐρωτικῶν πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1211
- (για φαγητό) πλήρωση του στομάχου, κορεσμός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 185c
- Παυσανίου δὲ παυσαμένου —διδάσκουσι γάρ με ἴσα λέγειν οὑτωσὶ οἱ σοφοί— ἔφη ὁ Ἀριστόδημος δεῖν μὲν Ἀριστοφάνη λέγειν, τυχεῖν δὲ αὐτῷ τινα ἢ ὑπὸ πλησμονῆς ἢ ὑπό τινος ἄλλου λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν καὶ οὐχ οἷόν τε εἶναι λέγειν,
- Λοιπόν, με το που ο Παυσανίας έπαυσε —για να κάνω λεκτικό παιχνίδι, κατά τη διδασκαλία των σοφών— συνέχισε να διηγείται ο Αριστόδημος, είχε σειρά να μιλήσει ο Αριστοφάνης, αλλά —θες βαρυστομάχιασε, θες κάτι άλλο;— τον έπιασε λόξιγκας και δεν μπορούσε ν᾽ αγορεύσει·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Παυσανίου δὲ παυσαμένου —διδάσκουσι γάρ με ἴσα λέγειν οὑτωσὶ οἱ σοφοί— ἔφη ὁ Ἀριστόδημος δεῖν μὲν Ἀριστοφάνη λέγειν, τυχεῖν δὲ αὐτῷ τινα ἢ ὑπὸ πλησμονῆς ἢ ὑπό τινος ἄλλου λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν καὶ οὐχ οἷόν τε εἶναι λέγειν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 185c
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πλησμονικός
- πλησμονώδης
- → δείτε τις λέξεις πίμπλημι και πλήθω
Πηγές
επεξεργασία- πλησμονή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησμονή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.