Ετυμολογία

επεξεργασία
saturation < λατινική saturatio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ty.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
saturation saturations

saturation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία