Δείτε επίσης: ἀρμέγω
Γυναίκα που αρμέγει αγελάδα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

αρμέγω, αόρ.: άρμεξα, παθ.φωνή: αρμέγομαι, π.αόρ.: αρμέχτηκα

  1. βγάζω το γάλα από τους μαστούς της αγελάδας ή άλλου θηλυκού ζώου τραβώντας τους με τα χέρια ή χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάποιον, κυρίως οικονομικά
  3. (μεταφορικά) χουφτώνω κάποια έντονα στο στήθος

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία