Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πλοιάριον τὰ πλοιάρι
      γενική τοῦ πλοιαρίου τῶν πλοιαρίων
      δοτική τῷ πλοιαρί τοῖς πλοιαρίοις
    αιτιατική τὸ πλοιάριον τὰ πλοιάρι
     κλητική ! πλοιάριον πλοιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλοιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  πλοιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλοιάριον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλοιάριον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία