πλοιάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πλοιάριον | τὰ | πλοιάριᾰ |
γενική | τοῦ | πλοιαρίου | τῶν | πλοιαρίων |
δοτική | τῷ | πλοιαρίῳ | τοῖς | πλοιαρίοις |
αιτιατική | τὸ | πλοιάριον | τὰ | πλοιάριᾰ |
κλητική ὦ! | πλοιάριον | πλοιάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλοιαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλοιαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλοιάριον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλοιάριον, -ου ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) υποκοριστικό του πλοῖον: πλοιάριο
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πλοιάριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλοιάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.