πετεινάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετεινάρι | τα | πετεινάρια |
γενική | του | πετειναριού | των | πετειναριών |
αιτιατική | το | πετεινάρι | τα | πετεινάρια |
κλητική | πετεινάρι | πετεινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πετεινάρι < μεσαιωνική ελληνική πετεινάριον < αρχαία ελληνική πετεινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπετεινάρι ουδέτερο
- (πτηνό) υποκοριστικό του πετεινός
- (μεταφορικά) ευέξαπτος νεαρός
Συγγενικά
επεξεργασία- πετειναράκι
- → δείτε τη λέξη πετεινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετεινάρι
|