δεκάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεκάρι | τα | δεκάρια |
γενική | του | δεκαριού | των | δεκαριών |
αιτιατική | το | δεκάρι | τα | δεκάρια |
κλητική | δεκάρι | δεκάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεκάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεκάρι ουδέτερο
- δέκα, σχολικός βαθμός
- δέκα, φύλλο της τράπουλας
- το δεκάρι το καλό μετράει για δυο πόντους
- Δεκάρι, ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην μεσοεπιθετική θέση της σύνθεσης.
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεκάρι
|