Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκατοστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Αριθμητικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκατοστ
ός
η
εκατοστ
ή
το
εκατοστ
ό
γενική
του
εκατοστ
ού
της
εκατοστ
ής
του
εκατοστ
ού
αιτιατική
τον
εκατοστ
ό
την
εκατοστ
ή
το
εκατοστ
ό
κλητική
εκατοστ
έ
εκατοστ
ή
εκατοστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκατοστ
οί
οι
εκατοστ
ές
τα
εκατοστ
ά
γενική
των
εκατοστ
ών
των
εκατοστ
ών
των
εκατοστ
ών
αιτιατική
τους
εκατοστ
ούς
τις
εκατοστ
ές
τα
εκατοστ
ά
κλητική
εκατοστ
οί
εκατοστ
ές
εκατοστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκατοστός
<
εκατό
Αριθμητικό
επεξεργασία
εκατοστός, -ή, -ό
που κατέχει τη θέση με τον αριθμό
εκατό
σε μια σειρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκατοστός
αγγλικά
:
hundredth
(en)
βουλγαρικά
:
стотен
(bg)
γαλλικά
:
centième
(fr)
πολωνικά
:
setny
(pl)
σλοβακικά
:
stý
(sk)
τσεχικά
:
stý
(cs)
φινλανδικά
:
sadas
(fi)