βαρίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαρίδι | τα | βαρίδια |
γενική | του | βαριδιού | των | βαριδιών |
αιτιατική | το | βαρίδι | τα | βαρίδια |
κλητική | βαρίδι | βαρίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρίδι < μεσαιωνική ελληνική βαρίδιον < (αρχαία ελληνική) βάρος + -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρίδι ουδέτερο (& βαρίδιο)
- μικρό μεταλλικό αντικείμενο που προσθέτει βάρος
- σε μια ζυγαριά ή παλάντζα ή πλάστιγγα ή καντάρι
- σε αλιευτικά εργαλεία (πετονιά, καλάμι, δίχτυα), για να τα κρατά βυθισμένα στο νερό
- βαρίδι βυθοσκόπησης
- στο νήμα της στάθμης του αλφαδιού των οικοδόμων
- στα στημόνια ενός αργαλειού, προκειμένου να είναι τεντωμένα
- στην άκρη ενός ωρολογιακού εκκρεμούς ή ενός ρολογιού-κούκου
- κάθε εξαρτημένο και αιωρούμενο αντικείμενο που το χρησιμοποιούμε ως βάρος ή αντίβαρο
- (μεταφορικά) καθετί που το αισθανόμαστε βαρύ
- Αισθάνομαι τα χέρια μου βαρίδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρό βάρος
βαρίδι πετονιάς, βυθοσκόπησης