αλφάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλφάδι | τα | αλφάδια |
γενική | του | αλφαδιού | των | αλφαδιών |
αιτιατική | το | αλφάδι | τα | αλφάδια |
κλητική | αλφάδι | αλφάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλφάδι < μεσαιωνική ελληνική ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλφάδι ουδέτερο
- παλαιότερο εργαλείο, σε σχήμα κεφαλαίου άλφα, το οποίο είχε κρεμασμένο από την κορφή ένα νήμα της στάθμης βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο να βρεθεί αν μία επιφάνεια είναι οριζόντια
- (γενικότερα) κάθε εργαλείο που χρησιμεύει για να δείχνει εάν μια επιφάνεια είναι οριζόντια
- (ειδικότερα) αλφάδι με φυσαλίδα
Συγγενικά
επεξεργασία- αλφαδάκι
- αλφαδιά
- αλφαδιάζω
- αλφάδιασμα
- αλφαδιασμένος
- αλφαδιαστής
- αλφαδιαστός
- αλφαδογωνιά
- αλφαδολάστιχο
- αλφαδόπηχη
- → δείτε τη λέξη άλφα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλφάδι