αλφάδιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλφάδιασμα < αλφαδιάζω + -μα < αλφάδι < μεσαιωνική ελληνική ἀλφάδιον, υποκοριστικό τού αρχαία ελληνική ἄλφα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλφάδιασμα ουδέτερο
- ο έλεγχος μιας επιφάνειας με ένα αλφάδι, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι είναι αρκούντως επίπεδη (σε κάθετο ή οριζόντιο άξονα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλφάδι