αλφαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλφαδιάζω < αλφάδι < μεσαιωνική ελληνική ἀλφάδιον < αρχαία ελληνική ἄλφα
Ρήμα
επεξεργασίααλφαδιάζω
- ελέγχω και ρυθμίζω την οριζόντια ή την κατακόρυφη θέση μιας επιφάνειας, ώστε να φέρω όλα τα μέρη της στην ίδια ευθεία, χρησιμοποιώντας αλφάδι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλφάδι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλφαδιάζω | αλφαδίαζα | θα αλφαδιάζω | να αλφαδιάζω | αλφαδιάζοντας | |
β' ενικ. | αλφαδιάζεις | αλφαδίαζες | θα αλφαδιάζεις | να αλφαδιάζεις | αλφαδίαζε | |
γ' ενικ. | αλφαδιάζει | αλφαδίαζε | θα αλφαδιάζει | να αλφαδιάζει | ||
α' πληθ. | αλφαδιάζουμε | αλφαδιάζαμε | θα αλφαδιάζουμε | να αλφαδιάζουμε | ||
β' πληθ. | αλφαδιάζετε | αλφαδιάζατε | θα αλφαδιάζετε | να αλφαδιάζετε | αλφαδιάζετε | |
γ' πληθ. | αλφαδιάζουν(ε) | αλφαδίαζαν αλφαδιάζαν(ε) |
θα αλφαδιάζουν(ε) | να αλφαδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλφαδίασα | θα αλφαδιάσω | να αλφαδιάσω | αλφαδιάσει | ||
β' ενικ. | αλφαδίασες | θα αλφαδιάσεις | να αλφαδιάσεις | αλφαδίασε | ||
γ' ενικ. | αλφαδίασε | θα αλφαδιάσει | να αλφαδιάσει | |||
α' πληθ. | αλφαδιάσαμε | θα αλφαδιάσουμε | να αλφαδιάσουμε | |||
β' πληθ. | αλφαδιάσατε | θα αλφαδιάσετε | να αλφαδιάσετε | αλφαδιάστε | ||
γ' πληθ. | αλφαδίασαν αλφαδιάσαν(ε) |
θα αλφαδιάσουν(ε) | να αλφαδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλφαδιάσει | είχα αλφαδιάσει | θα έχω αλφαδιάσει | να έχω αλφαδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλφαδιάσει | είχες αλφαδιάσει | θα έχεις αλφαδιάσει | να έχεις αλφαδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλφαδιάσει | είχε αλφαδιάσει | θα έχει αλφαδιάσει | να έχει αλφαδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλφαδιάσει | είχαμε αλφαδιάσει | θα έχουμε αλφαδιάσει | να έχουμε αλφαδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλφαδιάσει | είχατε αλφαδιάσει | θα έχετε αλφαδιάσει | να έχετε αλφαδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλφαδιάσει | είχαν αλφαδιάσει | θα έχουν αλφαδιάσει | να έχουν αλφαδιάσει |
|