αλφαδιασμένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλφαδιασμένα < αλφαδιασμένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααλφαδιασμένα
- έχοντας επιφέρει αλφάδιασμα με αλφάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλφαδιασμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίααλφαδιασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλφαδιασμένος