αλφαδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλφαδάκι | τα | αλφαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αλφαδάκι | τα | αλφαδάκια |
κλητική | αλφαδάκι | αλφαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλφαδάκι < αλφάδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική ἀλφάδιον, υποκοριστικό του ἄλφα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλφαδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του αλφάδι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλφάδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλφαδάκι
|