Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας plummet
γ΄ ενικό ενεστώτα plummets
αόριστος plummeted, plummetted
παθητική μετοχή plummeted, plummetted
ενεργητική μετοχή plummeting

  Ρήμα επεξεργασία

plummet (en)

  Πηγές επεξεργασία