στημόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στημόνι | τα | στημόνια |
γενική | του | στημονιού | των | στημονιών |
αιτιατική | το | στημόνι | τα | στημόνια |
κλητική | στημόνι | στημόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στημόνι < αρχαία ελληνική στημόνιον,[1] [2] [3] υποκοριστικό του στήμων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stéh₂mn̥ < *steh₂- ἵστημι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστημόνι ουδέτερο
- παράλληλες κλωστές που είναι η βάση πλεξίματος αργαλειού μικρού ή μεγάλου για την δημιουργία έργων λαϊκής τέχνης (π.χ. χαλιών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στημόνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ στημόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στημόνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)