Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υφάδι τα υφάδια
      γενική του υφαδιού των υφαδιών
    αιτιατική το υφάδι τα υφάδια
     κλητική υφάδι υφάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφάδι < μεσαιωνική ελληνική ὑφάδιον < αρχαία ελληνική ὑφή + υποκοριστικό επίθημα -άδιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υφάδι ουδέτερο και φάδι

  • το νήμα που υφαίνεται στον υφαντικό ιστό, εγκάρσια προς το στημόνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία