φάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάδι | τα | φάδια |
γενική | του | φαδιού | των | φαδιών |
αιτιατική | το | φάδι | τα | φάδια |
κλητική | φάδι | φάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- 1,2 φάδι < υφάδι (απώλεια του αρχικού άτονου φωνήεντος) < μεσαιωνική ελληνική ὑφάδιον < αρχαία ελληνική ὑφή + υποκοριστικό επίθημα -άδιον
- 3 φάδι < αλφάδι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάδι ουδέτερο
- υφάδι, το κατά πλάτος νήμα του υφάσματος
- (συνεκδοχικά) ύφασμα
- ※ Εἶν᾿ ἕνα φάδι ἀθώρητο καὶ μοῦ μποδάει τὴ βλέψη. / Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο καὶ σταχτί. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)
- αλφάδι