• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

στήμονας

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στήμονας οι στήμονες
      γενική του στήμονα των στημόνων
    αιτιατική τον στήμονα τους στήμονες
     κλητική στήμονα στήμονες
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στήμονας < αρχαία ελληνική στήμων

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsti.mo.nas/
 
στήμονες

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στήμονας αρσενικό

  • (βοτανική) το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο στα σπερματόφυτα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • στημόνι
  • στημονιάζω
  • στημόνιασμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    στήμονας
  • αγγλικά : stamen (en)
  • γαλλικά : étamine (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στήμονας&oldid=5003330"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2021, στις 07:43

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2021, στις 07:43.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie