ύπερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύπερος | οι | ύπεροι |
γενική | του | ύπερου & υπέρου |
των | ύπερων & υπέρων |
αιτιατική | τον | ύπερο | τους | ύπερους & υπέρους |
κλητική | ύπερε | ύπεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ύπερος < αρχαία ελληνική ὕπερος (γουδοχέρι) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pistil[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύπερος αρσενικό
- (βοτανική) το θηλυκό όργανο του άνθους που αποτελείται από ένα ή περισσότερα καρπόφυλλα, τα οποία είτε συμφύονται μεταξύ τους είτε όχι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ύπερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας