Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύπερος οι ύπεροι
      γενική του ύπερου
υπέρου
των ύπερων
υπέρων
    αιτιατική τον ύπερο τους ύπερους
υπέρους
     κλητική ύπερε ύπεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύπερος < αρχαία ελληνική ὕπερος (γουδοχέρι) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pistil[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύπερος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία