Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρπόφυλλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καρπόφυλλ
ο
τα
καρπόφυλλ
α
γενική
του
καρπόφυλλ
ου
των
καρπόφυλλ
ων
αιτιατική
το
καρπόφυλλ
ο
τα
καρπόφυλλ
α
κλητική
καρπόφυλλ
ο
καρπόφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρπόφυλλο
<
καρπό-
+
-φυλλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρπόφυλλο
ουδέτερο
(
βοτανική
)
τμήμα
αγγειόσπερμου
φυτού
στο οποίο περικλείονται
σπερματικές
βλάστες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρπόφυλλο
αγγλικά
:
carpel
(en)