Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερματόφυτα < σπέρμα και φυτό λατ. spermatophyta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπερματόφυτα ουδέτερο

συνομοταξία φυτών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία