χορός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χορός | οι | χοροί |
γενική | του | χορού | των | χορών |
αιτιατική | τον | χορό | τους | χορούς |
κλητική | χορέ | χοροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χορός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορός αρσενικό
- το αποτέλεσμα, η ενέργεια του χορεύω, προκαθορισμένες ή αυθόρμητες ρυθμικές κινήσεις συνήθως με την συνοδεία μουσικής, τραγουδιού
- ⮡ κλασικός χορός, μπαλέτο, χορός της κοιλιάς (τσιφτετέλι), καλαματιανός, τσάμικος χορός, ανδρικός χορός, πολεμικός χορός,
- πληθώρα με κάτι τραγικό, που παραπέμπει σε τραγωδία
- ⮡ ο χορός των μαρτύρων της χριστιανικής εκκλησίας
- πληθώρα για κάτι που υποδηλώνει σπατάλη και ίσως παρατυπίες έως παρανομίες
- εκδήλωση εορταστική
- ⮡ χορός αποκριάτικος
- σώμα υποκριτών στην αρχαία τραγωδία από 12 και αργότερα 15 άτομα το οποίο έκανε χορευτικές κινήσεις και ερμήνευε το χορικό μέρος αυτής, το οποίο και αποτελούσε το λυρικό, μουσικό της κομμάτι
- χορωδία
- ⮡ εκκλησιαστικός χορός, ο χορός των αγγέλων
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο χορός του Ζαλόγγου: για κάτι που προμηνύει δυσάρεστα, με αναφορά στις γυναίκες που αυτοκτόνησαν μαζί με τα ανήλικα παιδιά τους πέφτοντας από το βουνό του Ζαλόγγου για να μην τις αιχμαλωτίσουν οι Τούρκοι λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1803
- άμα μπεις στο χορό, θα χορέψεις: όταν κάποιος αρχίζει κάτι, θα το πάει μέχρι τέλους, ή για κάτι που δεν έχει γυρισμό και πρέπει να ολοκληρωθεί γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση
- κι ο χορός καλά κρατεί:
- εν χορώ: δοτική που σημαίνει "όλοι μαζί" ή "με μια φωνή"
- έξω από το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει: είναι εύκολο να συμβουλεύεις ή να ασκείς κριτική όταν δεν είσαι εσύ εκείνος που πρέπει να ενεργήσεις
- χορός του Ησαΐα: περιφορά νεόνυμφων γύρω από την Αγία Τράπεζα κατά το θρησκευτικό τελετουργικό του γάμου
Συγγενικά
επεξεργασία- χορικό
- χορευταράς
- χορευτής
- χορευτικός
- χορεύω
- χορο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χορο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χορός
Πηγές
επεξεργασία- χορός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χορός | οἱ | χοροί |
γενική | τοῦ | χοροῦ | τῶν | χορῶν |
δοτική | τῷ | χορῷ | τοῖς | χοροῖς |
αιτιατική | τὸν | χορόν | τοὺς | χορούς |
κλητική ὦ! | χορέ | χοροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χοροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχορός < αβέβαιης ετυμολογίας Ίσως χείρ (χέρι) (για τις κινήσεις ή το πιάσιμο των χεριών) ή χῶρος (για τον ειδικό χώρο όπου χόρευαν στον αγρό) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορός αρσενικό ή θηλυκό
- χορός γενικά, εκφραστικές κινήσεις χεριών και ποδιών, γενικά του σώματος, σε κάποια εκδήλωση ή και μεμονωμένα, με ή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 248 (248-249) αἰεὶ δ᾽ ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε
εἵματά τ᾽ ἐξημοιβὰ λοετρά τε θερμὰ καὶ εὐναί.- Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα, η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι. (Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης greek-language.gr)
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 272 (272-273)
- τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε | τέρψιν ἔχον·
- Κι ο κόσμος σε πανηγύρια και χορούς | χαιρόταν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τοὶ δ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαις τε χοροῖς τε | τέρψιν ἔχον·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 248 (248-249) αἰεὶ δ᾽ ἡμῖν δαίς τε φίλη κίθαρίς τε χοροί τε
- χορός τελετουργικός ή για κάποια περίσταση
- ⮡ μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος
- ⮡ Διόνυσον τιμώσας χοροῖς
- ⮡ χορός τρυγικός, τρυγῳδικός
- σώμα χορευτών, η ομάδα εκείνων που μετείχαν στο χορό της αρχαίας τραγωδίας (αρχικά 12 στα δράματα, 24 στις κωμωδίες και μετά 15 στα δράματα)
- ⮡ οἱ χοροί τῶν τραγῳδῶν
- ⮡ χορῷ χορηγεῖν
- αρμονικό σύνολο ή γενικά σύνολο, πληθώρα, συντροφιά, ομάδα
- ⮡ χορός ἰχθύων (Σοφοκλής) χορός μελιττῶν, χορός καλλίμορφος τέκνων (Ευριπίδης), χορός ἄστρων αἰθέριοι (Ευριπίδης)
- σειρά
- ⮡ χορός ὀδόντων και πρόσθιοι χοροί (τα μπροστινά δόντια), χορός σκευῶν (μια σειρά από πιάτα), τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; (Πλάτωνας: σε ποια σειρά να κατατάξουμε τη σοφία;)
- τόπος χορού (πλατεία, χοροστάσι)
- ⮡ λείηναν δὲ χορόν (Όμηρος) Ἠοῦς ἠριγενείης οἰκία καὶ χοροί εἰσι
- στη Σπάρτη και ίσως στην Κρήτη : η αγορά
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χορ-
χορ-
Σύνθετα
επεξεργασία- χορο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χορο- στο Βικιλεξικό
- -χορος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χορος στο Βικιλεξικό
- διχόρειος
- διχορία
- διχοριάζω
- ἡμιχόριον
- χοραυλέω
- χοραύλης
- χορηγέτης, χοραγέτας
- χορηγός και δωρικός τύπος χοραγός
- χορηγέω & συγγενικά
- χορηγία & σύνθετα
- χορηγικός
- χοροδιδάσκαλος, χοροδιδασκαλία, χοροδιδασκαλική
- χοροήθης
- χοροιμανία
- χοροιτύπος και χοροίτυπος, χοροιτυπέω, χοροιτυπία
- χορομανής
- χοροποιός
- χορῳδία
- χορωφελήτης
Πηγές
επεξεργασία- χορός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χορός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.