εκφραστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκφραστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκφραστικός [1]
- για τη γλωσσολογία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική expressive
Επίθετο
επεξεργασίαεκφραστικός, -ή, -ό
- που εκδηλώνει συναισθήματα, που εκφράζεται
- (γλωσσολογία) φωνολογικό ή γραμματικό στοιχείο (σπανιότερα συντακτικό) που προσδίδει σε «εκφραστικές λέξεις», ζωντάνια και έμφαση, μερικές φορές και με τη συμμετοχή ηχομιμητικών στοιχείων, ή κάποιας παρετυμολογίας (όπως στο «εφτάζυμος»), με διπλασιασμούς (όπως στο όπα όπα), ή με τη βιωματική χρήση λέξεων (όπως στο «έγινε χαμός») [2] [3]
- ↪ εκφραστικοί φθόγγοι στα ελληνικά, όπως [sf] (όπως στο σφάζω), [sx], [sç] (όπως στο σχίζω)
- ↪ εκφραστική επανάληψη, όπως στον εκφραστικό διπλασιασμό στη λέξη χάχανο
- → δείτε Κατηγορία:Εκφραστικοί όροι στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
επεξεργασία- εκφραστικά (επίρρημα)
- εκφραστικότητα
→ και δείτε τη λέξη εκφράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εκφραστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Λήμμα «εκφραστικός» στο Γλωσσάριο όρων (Ένθετα Παράρτημα, σελίδα ΕΠ52). Επίσης, το λήμμα «χάχανο» - ↑ «εκφραστικός» και σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)