expressive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | expressive |
συγκριτικός | more expressive |
υπερθετικός | most expressive |
Επίθετο
επεξεργασίαexpressive (en)
- εκφραστικός
- ⮡ an expressive face - εκφραστικό πρόσωπο
παραθετικά | |
θετικός | expressive |
συγκριτικός | more expressive |
υπερθετικός | most expressive |
expressive (en)