χάχανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάχανο | τα | χάχανα |
γενική | του | χάχανου | των | χάχανων |
αιτιατική | το | χάχανο | τα | χάχανα |
κλητική | χάχανο | χάχανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxa.xa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐χα‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χάχανο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- κάκανου (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χάχανο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χάχανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.