Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάχανο τα χάχανα
      γενική του χάχανου των χάχανων
    αιτιατική το χάχανο τα χάχανα
     κλητική χάχανο χάχανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάχανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάχανον < ηχομιμητική λέξη[1] με εκφραστικό διπλασιασμό χα χα[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.xa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐χα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάχανο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό

  1. ζωηρό γέλιο
  2. ανόητο γέλιο, όχι απαραιτήτως έντονο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χάχανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.