↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαχανητό τα χαχανητά
      γενική του χαχανητού των χαχανητών
    αιτιατική το χαχανητό τα χαχανητά
     κλητική χαχανητό χαχανητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαχανητό < χάχανο + -ητό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαχανητό ουδέτερο

  1. το χαχάνισμα, το ηχηρό γέλιο
    Μας ξεκούφαναν με τα χαχανητά τους οι διπλανοί όλη νύχτα, αλλά είχαν γιορτή οπότε δεν γρινιάσαμε
  2. γέλιο όχι απαραιτήτως ηχηρό αλλά παρατεταμενο
    Σε εκείνη τη σκηνή μας έπιασε ένα χαχανητό κι ας ήταν δραματική ταινία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία