χαχάνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαχάνισμα ουδέτερο
- (οικείο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χαχανίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαχάνισμα
χαχάνισμα ουδέτερο