χαχανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαχανίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω. Δείτε και το καγχάζω.
Ρήμα
επεξεργασίαχαχανίζω, αόρ.: χαχάνισα (χωρίς παθητική φωνή)
- γελάω έντονα (συνήθως ενοχλητικά για κάποιους)
- γελάω ανόητα
Συνώνυμα
επεξεργασία- κακανίζου (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαχανίζω | χαχάνιζα | θα χαχανίζω | να χαχανίζω | χαχανίζοντας | |
β' ενικ. | χαχανίζεις | χαχάνιζες | θα χαχανίζεις | να χαχανίζεις | χαχάνιζε | |
γ' ενικ. | χαχανίζει | χαχάνιζε | θα χαχανίζει | να χαχανίζει | ||
α' πληθ. | χαχανίζουμε | χαχανίζαμε | θα χαχανίζουμε | να χαχανίζουμε | ||
β' πληθ. | χαχανίζετε | χαχανίζατε | θα χαχανίζετε | να χαχανίζετε | χαχανίζετε | |
γ' πληθ. | χαχανίζουν(ε) | χαχάνιζαν χαχανίζαν(ε) |
θα χαχανίζουν(ε) | να χαχανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαχάνισα | θα χαχανίσω | να χαχανίσω | χαχανίσει | ||
β' ενικ. | χαχάνισες | θα χαχανίσεις | να χαχανίσεις | χαχάνισε | ||
γ' ενικ. | χαχάνισε | θα χαχανίσει | να χαχανίσει | |||
α' πληθ. | χαχανίσαμε | θα χαχανίσουμε | να χαχανίσουμε | |||
β' πληθ. | χαχανίσατε | θα χαχανίσετε | να χαχανίσετε | χαχανίστε | ||
γ' πληθ. | χαχάνισαν χαχανίσαν(ε) |
θα χαχανίσουν(ε) | να χαχανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαχανίσει | είχα χαχανίσει | θα έχω χαχανίσει | να έχω χαχανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαχανίσει | είχες χαχανίσει | θα έχεις χαχανίσει | να έχεις χαχανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαχανίσει | είχε χαχανίσει | θα έχει χαχανίσει | να έχει χαχανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαχανίσει | είχαμε χαχανίσει | θα έχουμε χαχανίσει | να έχουμε χαχανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαχανίσει | είχατε χαχανίσει | θα έχετε χαχανίσει | να έχετε χαχανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαχανίσει | είχαν χαχανίσει | θα έχουν χαχανίσει | να έχουν χαχανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω