Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαχανίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω. Δείτε και το καγχάζω.

  Ρήμα επεξεργασία

χαχανίζω, αόρ.: χαχάνισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. γελάω έντονα (συνήθως ενοχλητικά για κάποιους)
  2. γελάω ανόητα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαχανίζω < χάχανο (ηχομιμητική λέξη) + -ίζω


ζητούμενο λήμμα