καγχάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καγχάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καγχάζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaŋˈxa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καγ‐χά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαγχάζω, αόρ.: κάγχασα (χωρίς παθητική φωνή)
- γελάω τεχνητά, δείχνοντας αποδοκιμασία ή σαρκασμό ή και πικρία
- ※ Όντα και Πράγματα που όνομα δεν έχουν / και τ’ άσαρκα ποδάρια των στην κάμαρή μου τρέχουν / και κάμνουν στο κρεβάτι μου κύκλο για να με διούνε — / και με κοιτάζουν σαν να με γνωρίζουν / σαν να καγχάζουν άφωνα που τώρα με φοβίζουν. (Κωνσταντίνος Καβάφης, Τρόμος)
- ※ Κι όσο η Σταμάτα παλλόταν, έτρεμε κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, τόσο η πιτσιρικαρία ευθυμούσε περισσότερο και προστίθενταν κι άλλοι κι άλλοι και κάγχαζαν κάγχαζαν, χειροκροτούσαν, σφύριζαν, φώναζαν (Μαίρη Μικέ, Κόκκινες ουλές, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 [1])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καγχάζω | κάγχαζα | θα καγχάζω | να καγχάζω | καγχάζοντας | |
β' ενικ. | καγχάζεις | κάγχαζες | θα καγχάζεις | να καγχάζεις | κάγχαζε | |
γ' ενικ. | καγχάζει | κάγχαζε | θα καγχάζει | να καγχάζει | ||
α' πληθ. | καγχάζουμε | καγχάζαμε | θα καγχάζουμε | να καγχάζουμε | ||
β' πληθ. | καγχάζετε | καγχάζατε | θα καγχάζετε | να καγχάζετε | καγχάζετε | |
γ' πληθ. | καγχάζουν(ε) | κάγχαζαν καγχάζαν(ε) |
θα καγχάζουν(ε) | να καγχάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάγχασα | θα καγχάσω | να καγχάσω | καγχάσει | ||
β' ενικ. | κάγχασες | θα καγχάσεις | να καγχάσεις | κάγχασε | ||
γ' ενικ. | κάγχασε | θα καγχάσει | να καγχάσει | |||
α' πληθ. | καγχάσαμε | θα καγχάσουμε | να καγχάσουμε | |||
β' πληθ. | καγχάσατε | θα καγχάσετε | να καγχάσετε | καγχάστε | ||
γ' πληθ. | κάγχασαν καγχάσαν(ε) |
θα καγχάσουν(ε) | να καγχάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καγχάσει | είχα καγχάσει | θα έχω καγχάσει | να έχω καγχάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καγχάσει | είχες καγχάσει | θα έχεις καγχάσει | να έχεις καγχάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καγχάσει | είχε καγχάσει | θα έχει καγχάσει | να έχει καγχάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καγχάσει | είχαμε καγχάσει | θα έχουμε καγχάσει | να έχουμε καγχάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καγχάσει | είχατε καγχάσει | θα έχετε καγχάσει | να έχετε καγχάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καγχάσει | είχαν καγχάσει | θα έχουν καγχάσει | να έχουν καγχάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καγχάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καγχάζω σχηματίστηκε ηχομιμητικά από τον ήχο του γέλιου (χα χα χα και κα κα κα), πιθανόν παράλληλα ή μεταγενέστερα με τα συνώνυμα καγχαλάω και καγχαλόω και καχάζω
Ρήμα
επεξεργασίακαγχάζω ( & καχάζω)
- γελάω δυνατά, κομπάζοντας, ίσως και χαιρέκακα, χασκογελάω ή και απλά γελώ
- ...δ᾽ ὕβρις ὧδ᾽ ἀτάρβητα ὁρμᾶται ἐν εὐανέμοις βάσσαις, πάντων καγχαζόντων γλώσσαις βαρυάλγητα: ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ἕστακεν. Σοφοκλής, Αίας
- ...και η αυθαδεια των εχθρών σου χύνεται ορμητικά στα γεμάτα ανέμους φαράγγια κι όλοι χασκογελάνε και λένε λόγια που πονάνε πολύ. Κι εμένα ο πόνος δεν λέει να φύγει)
- ⮡ ...ὄπως θέλεις κάχαζε καὶ τέρπου φρένα (και γέλα όσο θέλεις, όσο σε ευχαριστεί, εις βάρος μου)
- ※ Γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδε ἔχων, καχάζων μεθ᾽ ἑτέρου νεανίου
- κι ο Γέρων...με ένα παιδί χασκάρει (Αριστοφάνης, "Εκκλησιάζουσες", απόδοση Π. Δημητρακόπουλος, 1910)
- ...δ᾽ ὕβρις ὧδ᾽ ἀτάρβητα ὁρμᾶται ἐν εὐανέμοις βάσσαις, πάντων καγχαζόντων γλώσσαις βαρυάλγητα: ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ἕστακεν. Σοφοκλής, Αίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καγχάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καγχάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.