καγχαλάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καγχαλάω < από το καγχαλόω ή παράλληλα με αυτό, με σχηματισμό ηχομιμητικό από τον ήχο του γέλιου
Ρήμα
επεξεργασίακαγχαλάω και καγχαλόω
- γελάω δυνατά, χαίρομαι, πανηγυρίζω, καταγελώ
- ἦ που καγχαλόωσι κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ, φάντες ἀριστῆα πρόμον ἔμμεναι, οὕνεκα καλὸν εἶδος ἔπ᾽, ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν οὐδέ τις ἀλκή. (Πώς θα γελάνε οι Δαναοί, πούλεγαν δα πως είσαι κάποιος γενναίος αρχηγός σαν είδαν τη θωριά σου την όμορφη ... μα πού καρδιά και παλικαροσύνη! " (ο Εκτορας προς τον Πάρι, Ιλιάδα, απόδοση Αλέξ. Πάλλης)
- ἐπὶ δέ σφισι καγχαλάασκεν πᾶσα πόλις: φαίης κεν ἑοῖς ἐπὶ παισὶ γάνυσθαι. (Απολλώνιος Ρόδιος)