Δείτε επίσης: καταγελῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταγελώ < αρχαία ελληνική καταγελάω / καταγελῶ < κατα- + γελάω / γελῶ

καταγελώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία