καταγελώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταγελώ
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταγέλαστος
- καταγέλαστος
- → δείτε τις λέξεις κατά και γελώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταγελάω - καταγελώ | καταγελούσα | θα καταγελάω - καταγελώ | να καταγελάω - καταγελώ | καταγελώντας | |
β' ενικ. | καταγελάς | καταγελούσες | θα καταγελάς | να καταγελάς | καταγέλα - καταγέλαγε | |
γ' ενικ. | καταγελάει - καταγελά | καταγελούσε | θα καταγελάει - καταγελά | να καταγελάει - καταγελά | ||
α' πληθ. | καταγελάμε - καταγελούμε | καταγελούσαμε | θα καταγελάμε - καταγελούμε | να καταγελάμε - καταγελούμε | ||
β' πληθ. | καταγελάτε | καταγελούσατε | θα καταγελάτε | να καταγελάτε | καταγελάτε | |
γ' πληθ. | καταγελάν(ε) - καταγελούν(ε) | καταγελούσαν(ε) | θα καταγελάν(ε) - καταγελούν(ε) | να καταγελάν(ε) - καταγελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταγέλησα | θα καταγελήσω | να καταγελήσω | καταγελήσει | ||
β' ενικ. | καταγέλησες | θα καταγελήσεις | να καταγελήσεις | καταγέλα - καταγέλησε | ||
γ' ενικ. | καταγέλησε | θα καταγελήσει | να καταγελήσει | |||
α' πληθ. | καταγελήσαμε | θα καταγελήσουμε | να καταγελήσουμε | |||
β' πληθ. | καταγελήσατε | θα καταγελήσετε | να καταγελήσετε | καταγελήστε | ||
γ' πληθ. | καταγέλησαν καταγελήσαν(ε) |
θα καταγελήσουν(ε) | να καταγελήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταγελήσει | είχα καταγελήσει | θα έχω καταγελήσει | να έχω καταγελήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταγελήσει | είχες καταγελήσει | θα έχεις καταγελήσει | να έχεις καταγελήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταγελήσει | είχε καταγελήσει | θα έχει καταγελήσει | να έχει καταγελήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταγελήσει | είχαμε καταγελήσει | θα έχουμε καταγελήσει | να έχουμε καταγελήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταγελήσει | είχατε καταγελήσει | θα έχετε καταγελήσει | να έχετε καταγελήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταγελήσει | είχαν καταγελήσει | θα έχουν καταγελήσει | να έχουν καταγελήσει |
|