ακαταγέλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταγέλαστος < αρχαία ελληνική ἀκαταγέλαστος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταγέλαστος
- (λόγιο) που δεν τον έχουν καταγελάσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαταγέλαστος