↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καγχασμός οι καγχασμοί
      γενική του καγχασμού των καγχασμών
    αιτιατική τον καγχασμό τους καγχασμούς
     κλητική καγχασμέ καγχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καγχασμός < αρχαία ελληνική καγχασμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καγχασμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καγχασμός και καχασμός < αρχαία ελληνική καγχάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καγχασμός αρσενικό