καγχασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καγχασμός < αρχαία ελληνική καγχασμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
καγχασμός αρσενικό
- το χαιρέκακο τεχνητό γέλιο ή το τεχνητό γέλιο που φανερώνει περιφρόνηση, πικρία, οικτηρμό
- ※ Τρομακτικός καγχασμός άνοιξε το πλατύ στομά του. (Άγγελος Τανάγρας Το πετροκάραβο [διήγημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
καγχασμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καγχασμός και καχασμός < αρχαία ελληνική καγχάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καγχασμός αρσενικό
- δυνατό γέλιο